- σύγκαμα
- το опрелость; натёртое место
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σύγκαμα — το φλεγμονή του δέρματος λόγω τριβής: Έχει σύγκαμα ανάμεσα στα μπούτια του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σύγκαμα — το, Ν [συγκαίγομαι] ερεθισμός τού δέρματος που οφείλεται σε παρατεταμένη τριβή … Dictionary of Greek
παράτριμμα — (Ιατρ.). Ονομάζεται έτσι η φλεγμονώδης ασθένεια, που εκδηλώνεται στις πτυχές του δέρματος όταν υπάρχει τριβή μεταξύ εφαπτόμενων επιφανειών. Οι κυριότεροι παράγοντες, που προκαλούν την ασθένεια αυτή, είναι οι αυξημένες εκκρίσεις σμήγματος και… … Dictionary of Greek
συγκαίω — ΝΜΑ, μέσ. και συγκαίγομαι Ν, και αττ. τ. συγκάω Α [καίω] καίω κάτι μαζί με κάτι άλλο νεοελλ. 1. προκαλώ σύγκαμα 2. μέσ. συγκαίομαι πάσχω από ερεθισμό τού δέρματος που οφείλεται σε προστριβή με κάτι άλλο αρχ. 1. καίω αμέσως 2. υπερθερμαίνω,… … Dictionary of Greek